ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθιέρωση | establishment |
Εσθονικά | Estonian |
Εκβολή (η) | Estuary |
Αγγλική των εκβολών του Τάμεση (η) | Estuary English |
Εσθονικά | ET |
κατάσταση γλώσσας | état de langue |
ετά ντε λανγκ | état de langue |
Κατάσταση γλώσσας (η), ετά ντε λανγκ (το) | état de langue |
ηθική δομή (η) | ethic construction |
Ηθική δοτική (η) | Ethic(al) dative |