ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
καθιέρωση establishment
Εσθονικά Estonian
Εκβολή (η) Estuary
Αγγλική των εκβολών του Τάμεση (η) Estuary English
Εσθονικά ET
κατάσταση γλώσσας état de langue
ετά ντε λανγκ état de langue
Κατάσταση γλώσσας (η), ετά ντε λανγκ (το) état de langue
ηθική δομή (η) ethic construction
Ηθική δοτική (η) Ethic(al) dative