ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αλυσίδα δράσεων (η) | action chain |
| δυναμικό δράσης (το) | action potential |
| ρήμα που δηλώνει δράση (το) | action-denoting verb |
| ενεργοποίηση (η) | activation |
| ενεργητικός,-ή,-ό | active (act, ACT) |
| ενεργός,-ή,-ό | active (act, ACT) |
| ενεργητικός αρθρωτής (ο) | active articulator |
| ενεργητικοί αρθρωτές (οι) | active articulators |
| ενεργητική πρόταση (η) | active clause |
| ενεργητικά δίγλωσσα λεξικά (τα) | active dictionaries |