ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προτασιακή ένωση (η) | clause union |
| γλώσσα αλυσιδωτών προτάσεων (η) | clause-chaining language |
| Ομοπροτασιακός-ή-ό | clause-mate |
| ομοπροτασιακός,-ή,-ό | clause-mate |
| ομοπροτασιακή συνθήκη (η) | clause-mate condition |
| προτασιακό τείχος (το) | clause-wall |
| Καθαρό l (το), φατνιακό l (το) | clear l |
| καθαρό πλευρικό (το) | clear lateral |
| αρχή των ξεκάθαρων περιπτώσεων (η) | clear-cases principle |
| Διάσπαση1 (η) | cleavage |