ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μεταφορά δομικών μονάδων (η) | building block metaphor |
| δενδρική τράπεζα Βουλγαρικών (η) | Bul Treebank |
| Βουλγαρική (η) | Bulgarian |
| στέκομαι ψηλά | bunch |
| κουλούριασμα (το) | bunched |
| εξόγκωση (η) | bunching |
| κουλούριασμα (το) | bunching |
| Εξόγκωση (η) | Bunching, bunch |
| Δεσμίδα (η), δέσμη (η) | bundle |
| Δεσμίδα (η), δέσμη (η) | bundle |