ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συντμημένος λόγος (ο) | block language |
| αποκλεισμένος,-η,-ο | blocked |
| διαφανή φωνήεντα (το) | blockers |
| αποκλεισμός (ο) | blocking |
| κατηγορία αποκλεισμού (η) | blocking category |
| δεσμευτική κατηγορία (η) | blocking category |
| περιορισμός του αποκλεισμού (ο) | blocking constraint |
| αρχή του φραγμού (η) | blocking principle |
| αιμοφόρο αγγείο (το) | blood vessel |
| Μπλούμφιλντ (του) / Μπλουμφιλντιανός-ή-ό | Bloomfield / Bloomfieldian |