ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Κόρπους Έρευνας Επικοινωνιών Μπελ (το) | Bellcore |
| Βαλουχική (η) (γλώσσα) | Belochi |
| Λευκορωσική (η) (γλώσσα) | Belorussian |
| δοκιμασία επιδόσεων (η) | bench mark |
| ευεργεσιακός,-ή,-ό | benefactive |
| χαριστικός,-ή,-ό | benefactive |
| Ευεργετημένος-η-ο | beneficiary |
| Ευεργετημένος-η-ο | beneficiary |
| Βενγκάλι (η) | Bengali |
| Μπένουε-Κονγκό (η) (γλώσσα) | Benue-Congo |