ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μονάδα (η) | unit |
| ενότητα (η) | unit |
| Μονάδα (η), ενότητα (η) | Unit |
| Όνομα μονάδας (το) | unit noun |
| Μονάδα (η), ενότητα (η) | unitary base hypothesis |
| υπόθεση του μοναδιαίου συστήματος | unitary system hypothesis |
| σύστημα ενότητας-πιστοποίησης (το) | unit-credit system |
| ενοποίηση σε μία λεκτική μονάδα (η) | univerbation |
| καθολικός-ή-ό, | universal |
| καθολική αρχή(η) | universal |