ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιορισμός της παρεμφατικής πρότασης (ο) | tensed-sentence (S) condition |
| Περιορισμός της Παρεμφατικής Πρότασης | tensed-sentence S condition |
| άρθρωση τεταμένου τεμαχίου (η) | tensing |
| τάση (η) | tension |
| λεπτός,-ή,-ό, ισχνός,-ή,-ό | tenuis |
| Τεπεχούα (η) (γλώσσα) | Tepehua |
| Τεκιστλατική (η) (γλώσσα) | Tequistlatec |
| όρος | term |
| διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου | term acceptability rating |
| διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου | term acceptability rating |