ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ορολογικό λεξικό | technical dictionaries |
| τεχνική γλώσσα (η) | technical language |
| τεχνική λεξικογραφία (η) | technical lexicography |
| τεχνικός όρος (ο) | technical term |
| τεχνικό λεξιλόγιο (το) | technical vocabulary |
| χαρακτηρισμός τεχνικότητας (ο), επίσημα τεχνικότητας (το) | technicality label |
| τεχνική (η) | technique |
| τεχνική γλώσσα (η) | technolect |
| Διδασκαλία Αγγλικής ως Ξένης Γλώσσας (η) | TEFL |
| Πρωτοβουλία Κωδικοποίησης Κειμένων (η) | TEI |