ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| βοηθητικό ρήμα (το) | auxiliary verb |
| διαθεσιμότητα (η) | availability |
| διαθέσιμος-η-ο | available |
| ασθενής,-ής,-ές | avalent |
| Αβαρική (η) (γλώσσα) | Avar |
| Αβαρο-Άντι (η) (γλώσσα) | Avaro-Andi |
| μέσος παράγοντας διακλάδωσης λέξης (ο) | average word branching factor |
| αποφευκτικός,-ή,-ό | aversive |
| Αβεστική (γλώσσα) (η) | Avestan |
| ως αποφυγή | avoidance |