ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Κέλυφος (το) | shell |
| χαρακτηριστικό γλωσσικό στοιχείο συγκεκριμένης ομάδας (το), | shibboleth |
| γλωσσική μετακίνηση (η) | shift |
| γλωσσική μετατόπιση (η) | shift |
| μετακίνηση / μετατόπιση (η) | shift |
| μετακίνηση σημασιολογική | shift |
| ταίριασμα ολίσθησης | shift matching |
| αντωνυμία (η), εναλλακτική λέξη (η) | shift word |
| δεικτική έκφραση (η), λέξη με ασταθή αναφορά (η) | shifter |
| Σίλχα (η) (γλώσσα) | Shlih |