ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| σεξουαλικό λεξιλόγιο (το) | sexual vocabulary |
| ΥΣΧ | SFH |
| Σάνγκο (η) (γλώσσα) | SG |
| ΚΓΓΣ | SGML |
| Εφαρμογή Ανάκτησης με Επίγνωση ΚΓΓΣ (η) | SGML-Aware Retrieval Application (SARA) |
| Σερβο-Κροάτικα | SH |
| σκιώδης αντωνυμία (η) | shadow pronoun |
| δοκιμασία στενής παρακολούθησης | shadowing task |
| αβαθής,-ής,-ές | shallow |
| προεπιφανειακός,-ή,-ό | shallow |