ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αμφισημία πεδίου (η) | scope ambiguity |
| επιστημονικό και τεχνικό λεξιλόγιο (το) | scientific and technical vocabulary |
| επιστημονικό λεξικό (το) | scientific dictionary |
| επιστημονική μελέτη της γλώσσας | scientific study of language |
| εμβέλεια (η) | scope |
| πεδίο | scope |
| Πεδίο3 (το), εμβέλεια (η), έκταση (η) | scope |
| αμφισημίες πεδίου | scope ambiguities |
| εμβέλεια κατηγόρησης (η), πεδίο κατηγόρησης (το) | scope of predication |
| βαθμολογία, αποτέλεσμα | score |