ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αξιοπιστία (η) | reliability |
| υπόλειμμα (το) | relic |
| περιοχή υπολειμμάτων(η) | relic area |
| θρησκευτικό λεξιλόγιο (το) | religious vocabulary |
| διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική γραμματική (η) | remedial grammar |
| διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική διδασκαλία | remedial teaching |
| διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική δράση | remedial work |
| αναδιαμόρφωση (η) | remodeling |
| απομακρυσμένος | remote |
| έλεγχος εξ αποστάσεως | remote control |