ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| σύμβολο ‘τοιςεκατό’ (%) (το) | percentage symbol (%) |
| εκατοστημόριο (το) | percentile |
| αντίληψη (η) | perception |
| αντίληψη και μεταβολή (η) | perception |
| δίγλωσσα λεξικά πρόσληψης (τα) | perception dictionaries |
| θεωρία της αντίληψης (η) | perception theory |
| νευρώνας (ο) | perceptron |
| αντιληπτικός,-ή,-ό | perceptual |
| κέντρο αντίληψης (το) | perceptual center |
| επεξήγηση με βάση την αντίληψη (η) | perceptual interpretation |