ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| φωνολογία των μορίων (η) | particle phonology |
| Μοριακή φωνολογία (η), φωνολογία των μορίων (η) | particle phonology |
| εξειδικευμένος,-η,-ο | particular |
| εξειδικευμένα συνομιλιακά υπονοήματα (τα) | particularised conversational implicatures |
| εξειδικευμένος,-η,-ο | particularized |
| (επι)μεριστικός,-ή,-ό | partitive (part, PART) |
| επιμερής έννοια (η) | partitive concept |
| αόριστη επιμεριστική αντωνυμία (η) | partitive pronoun |
| μεριστική σχέση (η) | partitive relation |
| μερώνυμο (το) | partonym |