ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διατεταγμένο ζεύγος (ο) | ordered pair |
| διάταξη (η) | ordering |
| διάταξη επιθέτων (η) | ordering adjective |
| εργαλείο διάταξης (το) | ordering device |
| διάταξη των κανόνων (η) | ordering of rules |
| τακτικό αριθμητικό (το) | ordinal |
| (δια)τακτική κλίμακα (η) | ordinal scale |
| φιλοσοφία της κοινής γλώσσας (η) | ordinary language philosophy |
| όρντο μνεμόνικους (=μνημονική σειρά) | ordo mnemonicus |
| όργανο του Corti (η) | organ of Corti |