ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξωθητικός,-ή,-ό | occlusive |
| πλήρως κλειστός,-ή,-ό | occlusive |
| επαγγελματική διάλεκτος (η) | occupational dialect |
| εμφάνιση (η) | occurrence |
| Ωκεανική (η) (γλώσσα) | Oceanic |
| ΑΥΠ | OCP |
| οκτάβα (η) | octave |
| οισοφαγικός,-ή,-ό | oesophageal / esophageal |
| ατομικότητας (της) | of atomicity |
| τροπικός,-ή,-ό | of manner |