ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μείζων,-ων,-ον | major |
κύριος | major |
κύριος,-α,-ο | major |
χαρακτηριστικό κύριας τάξης (το) | major class feature |
κύρια λεξική κατηγορία (η) | major lexical category |
τόπος άρθρωσης (ο) | major place of articulation |
κύρια πρόταση (η) | major sentence |
πλειονοτική γλώσσα (η) | majority language |
αρχή της νίκης της πλειοψηφίας (η) | majority-wins |
Μάκα (η) (γλώσσα) | Makah |