ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (η) magnetic resonance imaging (MRI)
ένταση (η) magnitude
ποσότητα (η) magnitude
Μαγυαρική (η) (γλώσσα) Magyar
Μάιντου (η) (γλώσσα) Maiduan
ανεξάρτητος,-η,-ο main
κύριος,-α,-ο, main
Κύριος-α-ο/ ανεξάρτητος-η-ο / υπερκείμενος-η-ο main / independent / superordinate
κύριος τόνος (ο) main accent
κυρίως αναφορικό (το) main anaphor