ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κόρπους μαθητών δεύτερης γλώσσας (το) | learner corpus |
γλώσσα του ομιλητή (η) | learner language |
λεξικογραφία εκμάθησης (η) | learner lexicography |
λεξικό εκμάθησης (το) | learner’s dictionary |
Εκμάθηση (η) | learning |
Εκμάθηση (η) | Learning |
παραγωγική μάθηση, μάθηση μέσω παραγωγής (η) | learning by deduction |
μάθηση μέσω λήθης (η) | learning by forgetting |
επαγωγική μάθηση, μάθηση μέσω επαγωγής (η) | learning by induction |
λεξικό εκμάθησης (το) | learning dictionary |