ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κόρπους μαθητών δεύτερης γλώσσας (το) learner corpus
γλώσσα του ομιλητή (η) learner language
λεξικογραφία εκμάθησης (η) learner lexicography
λεξικό εκμάθησης (το) learner’s dictionary
Εκμάθηση (η) learning
Εκμάθηση (η) Learning
παραγωγική μάθηση, μάθηση μέσω παραγωγής (η) learning by deduction
μάθηση μέσω λήθης (η) learning by forgetting
επαγωγική μάθηση, μάθηση μέσω επαγωγής (η) learning by induction
λεξικό εκμάθησης (το) learning dictionary