ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προσλαμβάνοντα (τα) intake
ακεραιότητα (η) integrality
ενοποιημένη/ολοκληρωμένη προσέγγιση (η) integrated approach
ενσωμάτωση (η), ένταξη (η), ομογενοποίηση (η) integration
δίκτυο ενσωμάτωσης (το) integration network
ολιστική γλωσσολογία (η) integrational linguistics
ολομερής έννοια (η) integrative concept
κίνητρα ενσωμάτωσης/ένταξης (τα) integrative motivation
ενσωματικός προσανατολισμός (ο) integrative orientation
ενοποιημένο τεστ (το), ολοτική δοκιμασία (η) integrative test