ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσλαμβάνοντα (τα) | intake |
ακεραιότητα (η) | integrality |
ενοποιημένη/ολοκληρωμένη προσέγγιση (η) | integrated approach |
ενσωμάτωση (η), ένταξη (η), ομογενοποίηση (η) | integration |
δίκτυο ενσωμάτωσης (το) | integration network |
ολιστική γλωσσολογία (η) | integrational linguistics |
ολομερής έννοια (η) | integrative concept |
κίνητρα ενσωμάτωσης/ένταξης (τα) | integrative motivation |
ενσωματικός προσανατολισμός (ο) | integrative orientation |
ενοποιημένο τεστ (το), ολοτική δοκιμασία (η) | integrative test |