ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
οργανικός όρος (ο) instrumental term
μετακίνηση οργανικού όρου (η) instrumental term movement
ινστρουμενταλισμός (ο), εργαλειοκρατία (η) instrumentalism
οργανικός,-ή,-ό instrumentative
οργανικό ρήμα (το) instrumentative verb
ανάπτυξη "r" (η) instrusive r
καθοδηγούμενη κατάκτηση (η) instuctured / tutored acquisition
Νησιωτική Κελτική (η) (γλώσσα) Insular Celtic
προσβάλλω, προσβολή (η) insult
αφομοιωμένο εισαγόμενο (το) intake