ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αναπαλλοτρίωτος,-η,-ο inalienable
Μη αλλοτριώσιμος-η-ο, αναπόσπαστος-η-ο inalienable
μη αλλοτριώσιμη κτήση (η) inalienable possesion
μη αλλοτριώσιμη κτήση (η) inalienable possesion
άψυχος,-η,-ο inanimate
ακαταλληλότητα (η) inappropriateness
εναρκτικό ρήμα (το) inceptive
εναρκτικός,-ή,-ό inceptive (incep, INCEP)
δηλωτικός,-ή,-ό του "γίγνεσθαι" inceptive (incep, INCEP)
δηλωτικός,-ή,-ό του γίγνεσθαι inchoative