ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναπαλλοτρίωτος,-η,-ο | inalienable |
Μη αλλοτριώσιμος-η-ο, αναπόσπαστος-η-ο | inalienable |
μη αλλοτριώσιμη κτήση (η) | inalienable possesion |
μη αλλοτριώσιμη κτήση (η) | inalienable possesion |
άψυχος,-η,-ο | inanimate |
ακαταλληλότητα (η) | inappropriateness |
εναρκτικό ρήμα (το) | inceptive |
εναρκτικός,-ή,-ό | inceptive (incep, INCEP) |
δηλωτικός,-ή,-ό του "γίγνεσθαι" | inceptive (incep, INCEP) |
δηλωτικός,-ή,-ό του γίγνεσθαι | inchoative |