ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αναρροφητικός,-ή-ό | implosive |
| εισπνοϊκός,-ή,-ό | implosive |
| Εσωθητικός-ή-ό, Αναρροφητικός-ή-ό, εισπνοϊκός-ή-ό | implosive |
| εσωθητικοί φθόγγοι (οι) | implosives |
| αναρροφητικά (τα) | implosives |
| ανεπαρκή δεδομένα (τα) | impoverished data |
| ανεπαρκής γλώσσα (η) | impoverished language |
| βρισιά (η) | imprecative |
| έκδοση (η) | impression |
| εντύπωση (η) | impressionistic |