ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αναρροφητικός,-ή-ό implosive
εισπνοϊκός,-ή,-ό implosive
Εσωθητικός-ή-ό, Αναρροφητικός-ή-ό, εισπνοϊκός-ή-ό implosive
εσωθητικοί φθόγγοι (οι) implosives
αναρροφητικά (τα) implosives
ανεπαρκή δεδομένα (τα) impoverished data
ανεπαρκής γλώσσα (η) impoverished language
βρισιά (η) imprecative
έκδοση (η) impression
εντύπωση (η) impressionistic