ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιδιωματικότητα (η) | idiomaticity |
ιδιωματικοποίηση (η) | idiomaticization |
ιδιωματικότητα (η) | idiomaticness |
ιδιωματική /φρασεολογία (η) | idiomatics |
ιδιωματικά στοιχεία (τα) | idiomatics |
ιδιωματικοποίηση (η) | idiomatization |
Καθαρεύουσα (η) | idiome |
ιδιωματικές φράσεις με πραγματολογικό νόημα (οι) | idioms with pragmatic point |
ιδιόφωνο (το) | idiophone |
ατομική διάλεκτος (η) | idiosyncratic dialect |