ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| στάση (η) | hold |
| αναλλοίωτη διατήρηση (η) | hold |
| Στάση (η), αναλλοίωτη διατήρηση (η) | hold |
| αναλοίωτη διατήρηση (η) | holding |
| στάση (η) | holding |
| Στάση (η) | holding |
| Οπή στο σχήμα (η) | Hole in the pattern |
| ολιστικός,-ή,-ό | holistic |
| αναλοίωτη προσέγγιση (η) | holistic approach |
| ολιστικές θεωρίες λεξικής σημασίας (οι) | holistic theories of word meaning |