ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Ακέφαλη αναφορική πρόταση (η) | headless relative clause |
| Γλώσσα των τίτλων των εφημερίδων (η) | headline language |
| Γλώσσα των τίτλων των εφημερίδων (η) | headlinese |
| ακουστικό κεφαλής | headset |
| λέξη-κεφαλή (η) | headword |
| κύριο λήμμα (το) | headword |
| Κωνσταντίνος Δ. Χατζηδήμου | headword |
| ακροατής (ο) | hearer |
| ακοή (η) | hearing |
| άτομο με εξασθένηση ακοής (το) | hearing impaired person |