ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πρόσφυμα (το) | affix |
| παράθημα (το) | affix |
| affix | |
| Πρόσφυμα (το), παράθημα (το) | affix (AFF) |
| δείκτης προσφυμάτων (ο) | affix(ing) index |
| προσφυματικός-ή-ό | affixal |
| προσφυματική μορφολογία (η) | affixal morphology |
| προσφυματοποίηση (η) | affixation |
| μεταπήδηση προσφύματος (η) | affix-hopping |
| αλλόμενο πρόσφυμα (το) | affix-hopping |