ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξαρτημένος χαρακτηρισμός (ο), εξαρτημένο μαρκάρισμα (το) | dependent marking |
| εξαρτημένη πρόταση | dependent sentence |
| εξαρτημένη μεταβλητή (η) | dependent variable |
| εξαρτημένο ρήμα (το) | dependent verb |
| ανάπτυξη | deployment |
| αποθετικό ρήμα | deponent |
| αποθετικό ρήμα | deponent verb |
| βιβλιοθήκη συλλογικής εκδοτικής παραγωγής (η) | depository library |
| αδόκιμος όρος (ο) | deprecated term |
| Βάθος2 (το) | depth |