ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κατερχόμενούψος (το) | declination |
| αποκωδικοποιώ | decode |
| αποκωδικοποιητής | decoder |
| αποκωδικοποίηση | decodification |
| αποκωδικοποίηση | decoding |
| λεξικό αποκωδικοποίησης, παθητικό λεξικό (το) | decoding dictionary |
| αποκωδικοποιητικός ιδιωματισμός (ο) | decoding idiom |
| αποσυνθέτω | decompose |
| αποσύνθεση (η) | decomposition |
| πολυσύνθετο (το) | decompositum |