ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθομιλουμένη (η), οικείο ύφος (το), κοινή (η) | vernacular |
κοινή | vernacular |
αρχή της καθομιλουμένης (η) | vernacular principle |
καθημερινό ύφος | vernacular style |
Νόμος του Βέρνερ | Verner’s law |
εκδοχή (η) | version |
οπίσθια όψη (η) | verso |
κατακόρυφη ράβδος (η) | vertical bar |
Κάθετη ομαδοποίηση/κάθετη διάσπαση (η) | Vertical grouping / splitting |
κλίμακα καθετότητας | verticality scale |