ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
καθομιλουμένη (η), οικείο ύφος (το), κοινή (η) vernacular
κοινή vernacular
αρχή της καθομιλουμένης (η) vernacular principle
καθημερινό ύφος vernacular style
Νόμος του Βέρνερ Verner’s law
εκδοχή (η) version
οπίσθια όψη (η) verso
κατακόρυφη ράβδος (η) vertical bar
Κάθετη ομαδοποίηση/κάθετη διάσπαση (η) Vertical grouping / splitting
κλίμακα καθετότητας verticality scale