ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μονάδα (η) unit
ενότητα (η) unit
Μονάδα (η), ενότητα (η) Unit
Όνομα μονάδας (το) unit noun
Μονάδα (η), ενότητα (η) unitary base hypothesis
υπόθεση του μοναδιαίου συστήματος unitary system hypothesis
σύστημα ενότητας-πιστοποίησης (το) unit-credit system
ενοποίηση σε μία λεκτική μονάδα (η) univerbation
καθολικός-ή-ό, universal
καθολική αρχή(η) universal