ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ενιαίος Εντοπιστής Πόρων (ο) Uniform Resource Locator
αρχή της ομοιομορφίας (η) uniformitarian principle
ομοιομορφισμός (ο) uniformitarianism
αρχή της ομοιομορφίας uniformity
Υπόθεση της ομοιόμορφης εκχώρησης θεματικών ρόλων (η) uniformity of theta-role assignment hypothesis (UTAH)
ενοποιώ unify
Μονοπλευρικός-ή-ό unilateral
μονοπλευρική (άρθρωση)(η) unilateral (articulation)
μονοπλευρική συνεπαγωγή (η) unilateral implication
μονοπλευρικός φθόγγος unilateral sound