ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ενιαίος Εντοπιστής Πόρων (ο) | Uniform Resource Locator |
αρχή της ομοιομορφίας (η) | uniformitarian principle |
ομοιομορφισμός (ο) | uniformitarianism |
αρχή της ομοιομορφίας | uniformity |
Υπόθεση της ομοιόμορφης εκχώρησης θεματικών ρόλων (η) | uniformity of theta-role assignment hypothesis (UTAH) |
ενοποιώ | unify |
Μονοπλευρικός-ή-ό | unilateral |
μονοπλευρική (άρθρωση)(η) | unilateral (articulation) |
μονοπλευρική συνεπαγωγή (η) | unilateral implication |
μονοπλευρικός φθόγγος | unilateral sound |