ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ουκρανέζικα UK
Ουκρανέζικα Ukrainian
λήγουσα (η) ultimate
τελική επίτευξη ultimate attainment
έσχατο συστατικό(το) ultimate constituent
έσχατο/τελικό πεδίο κατηγόρησης (το) ultimate scope of predication
υπερφίλτρο (το) ultrafilter
Διαλυτικά μεταφωνίας (τα), ουμλάουτ umlaut
πλήρες λεξικό unabridged dictionary
άτονος -η, -ο unaccented