ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ουκρανέζικα | UK |
Ουκρανέζικα | Ukrainian |
λήγουσα (η) | ultimate |
τελική επίτευξη | ultimate attainment |
έσχατο συστατικό(το) | ultimate constituent |
έσχατο/τελικό πεδίο κατηγόρησης (το) | ultimate scope of predication |
υπερφίλτρο (το) | ultrafilter |
Διαλυτικά μεταφωνίας (τα), ουμλάουτ | umlaut |
πλήρες λεξικό | unabridged dictionary |
άτονος -η, -ο | unaccented |