ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τρίγλωσσο λεξικό (το) trilingual dictionary
παλλόμενος-η-ο trill
παλλόμενο σύμφωνο (το) trilled consonant
Τριμερής-ής-ές, Τρίπτυχος-η-ο tripartite
τρίφθογγος triphone
τριφώνημα triphoneme
τρίφθογγος (-η-ο) triphthong
τριφθογγικός-ή-ό triphthongal
τριφθογγοποίηση (η) triphthongization
τριφθογγοποιώ triphthongize