ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιορισμός της παρεμφατικής πρότασης (ο) tensed-sentence (S) condition
Περιορισμός της Παρεμφατικής Πρότασης tensed-sentence S condition
άρθρωση τεταμένου τεμαχίου (η) tensing
τάση (η) tension
λεπτός,-ή,-ό, ισχνός,-ή,-ό tenuis
Τεπεχούα (η) (γλώσσα) Tepehua
Τεκιστλατική (η) (γλώσσα) Tequistlatec
όρος term
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου term acceptability rating
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου term acceptability rating