ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ορολογικό λεξικό technical dictionaries
τεχνική γλώσσα (η) technical language
τεχνική λεξικογραφία (η) technical lexicography
τεχνικός όρος (ο) technical term
τεχνικό λεξιλόγιο (το) technical vocabulary
χαρακτηρισμός τεχνικότητας (ο), επίσημα τεχνικότητας (το) technicality label
τεχνική (η) technique
τεχνική γλώσσα (η) technolect
Διδασκαλία Αγγλικής ως Ξένης Γλώσσας (η) TEFL
Πρωτοβουλία Κωδικοποίησης Κειμένων (η) TEI