ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αστερίσκος/αστέρι (ο/το) | star |
τύπος με αστερίσκο (ο) | starred form |
Τύπος με αστερίσκο (ο) | starred form / asterisked form |
αρχικό σύμβολο (το) | start symbol |
αφετηρία | starting point |
καταστασιακή παθητική (η) | statal passive |
καταστασιακό ρήμα (το) | statal verb |
κατάσταση (η) | state |
φάση (η) | state |
Καταστασιακός-ή-ό1 | state |