ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αστερίσκος/αστέρι (ο/το) star
τύπος με αστερίσκο (ο) starred form
Τύπος με αστερίσκο (ο) starred form / asterisked form
αρχικό σύμβολο (το) start symbol
αφετηρία starting point
καταστασιακή παθητική (η) statal passive
καταστασιακό ρήμα (το) statal verb
κατάσταση (η) state
φάση (η) state
Καταστασιακός-ή-ό1 state