ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κοινή/πρότυπη/καθιερωμένη ποικιλία (η) standard variety
(προ)τυποποίηση, καθιέρωση, κωδικοποίηση (η) standardisation
τυποποιημένος όρος standardised term
τυποποιημένο λεξιλόγιο (το) standardised vocabulary
προτυποποίηση standardization
καθιέρωση (η) standardization
τυποποίηση (η) standardization
σταθμισμένο τεστ (το) standardized test
τυπικός βαθμός σε κλίμακα εννέα επιπέδων (ο) stanine
αναβολέας stapes