ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κοινή/πρότυπη/καθιερωμένη ποικιλία (η) | standard variety |
(προ)τυποποίηση, καθιέρωση, κωδικοποίηση (η) | standardisation |
τυποποιημένος όρος | standardised term |
τυποποιημένο λεξιλόγιο (το) | standardised vocabulary |
προτυποποίηση | standardization |
καθιέρωση (η) | standardization |
τυποποίηση (η) | standardization |
σταθμισμένο τεστ (το) | standardized test |
τυπικός βαθμός σε κλίμακα εννέα επιπέδων (ο) | stanine |
αναβολέας | stapes |