ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στάδιο | stage |
κατηγόρημα βαθμιαίων σταδίων (το) | stage-level predicate |
γενεαλογικό/οικογενειακό δέντρο (το) | Stammbaum |
τραυλισμός (ο) | stammering |
καθιερωμένος | standard |
πρότυπος | standard |
κοινή (η) | Standard |
κοινόλεκτος | Standard |
πρότυπος-η-ο, στάνταρντ, καθιερωμένος-η-ο, κοινός-ή-ό | standard |
τυπικά (συνομιλιακά) υπονοήματα (τα) | standard (conversational) implicatures |