ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χιμπατζής σκουίρελ | squirrel |
ρηματονοματικό συνεχές (το) | squish |
Σερβικά | SR |
κόρπους διαλόγων μεταξύ SRI και ταξιδιωτικών πρακτόρων της American Express (το) | SRI American Express travel agent dialogue corpus |
Σλοβάκικα | SS |
Σόθο (η) (γλώσσα) | ST |
σταθερότητα (η) | stability |
στατικοποίηση | stabilization |
αυτόματο στοίβας (το) | stack automaton |
στοίβαγμα (λέξεων/προτάσεων) (το) | stacking |