ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επιστήμη της ομιλίας και της ακοής | speech and hearing science |
λόγος | speech and language |
λογοθεραπευτής (ο), λογοπεδικός (ο) | speech and language therapist / speech therapist |
αλυσίδα ομιλίας (η) | speech chain |
γλωσσική κοινότητα (η) | speech community |
κατανόηση ομιλίας (η) | speech comprehension |
συνεχές ομιλίας (το) | speech continuum |
κόρπους ομιλίας (το) | speech corpus |
ελάττωμα ομιλίας (το) | speech defect |
βελτίωση (ή ανάδειξη) ομιλίας | speech enhancement |