ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συγκεκριμένος-η-ο οριστικός-ή-ό specific definite
Συγκεκριμένη αόριστη (ΟΦ) (η) specific indefinite
συγκεκριμένη αοριστότητα (η) specific indefiniteness
συγκεκριμένη γλωσσική διαταραχή specific language impairment (SLI)
είδια γλωσσικά μέσα έκφρασης specific linguistic means
συγκεκριμένη/εξειδικευμένη ερώτηση (η) specific question
συγκεκριμένη ερμηνεία/ανάγνωση (η) specific reading
ειδικός όρος (ο) specific term
χαρακτηρισμός (ο) specification
μεταφορά προσδιορισμένου επιπέδου (η) specific-level metaphor