ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ψιθυριστή φωνή (η) | breathy voice |
Ψυχογλωσσωλογική Βάση Δεδομένων του MRC (Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας) (η) | MRC Psycholinguistic Database |
Ψυχογλωσσολογική Βάση Δεδομένων της Οξφόρδης (η) | Oxford Psycholinguistic Database |
Ψυχικού πάθους (του) | psych |
ψυχοακουστικός | psychoacoustician |
ψυχοακουστική | psychoacoustics |
ψυχολεξικολογία (η) | psycholexicology |
ψυχογλωσσολογικός-ή-ό | psycholinguistic |
Ψυχογλωσσολογία | psycholinguistics |
ψιθυριστή/σιωπηλή ανάγνωση (η) | subvocal reading |