ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υπαγόρευση | dictation |
υπάλληλος τεκμηρίωσης (ο) | documentalist |
υλικό (το) | hardware |
υπαλλαγή (η) | hypallage |
υλικό ουσιαστικό (το) | material noun |
υλικό αντικείμενο (το | material object |
υλικό αναφοράς (το) | reference material |
υλικό πηγής | source material |
υλική συνεπαγωγή (η) | subjunction |
υπαγωγή (η) | subsumption |