ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υποστασιακός-ή-ό essive
Υποστασιακή πτώση (η) essive
υποστήριγμα (το) prop
υποσημείωση (η) running foot
υπόσταση (η) substance
υπόστρωμα (το) substrate
υποστρωματικός-ή-ό substrate
υποστρωματική γλώσσα substrate language
υπόστρωμα (το) substratum
υποστρωματικός-ή-ό substratum