ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υποκείμενο αντίδρασης (το) counter-agent
υποκείμενο (το) subject (S, sub, SUB, Subj, SUBL)
υποκείμενο του λόγου subject of discourse
υποκειμενικός-ή-ό subjective
Υποκειμενικός-ή-ό subjective
υποκειμενισμός subjectivism
υποκείμενος-η-ο subordinate
υποκείμενος-η-ο underlying
υποκείμενος τύπος (ο) underlying form
υποκείμενος φραστικός δείκτης underlying phrase-marker