ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποστασιακός-ή-ό | essive |
Υποστασιακή πτώση (η) | essive |
υποστήριγμα (το) | prop |
υποσημείωση (η) | running foot |
υπόσταση (η) | substance |
υπόστρωμα (το) | substrate |
υποστρωματικός-ή-ό | substrate |
υποστρωματική γλώσσα | substrate language |
υπόστρωμα (το) | substratum |
υποστρωματικός-ή-ό | substratum |