ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τυπολογικό μέρος (το) | accidence |
τυποποιημένη γλώσσα (η) | formulaic language |
τυποποιημένη ομιλία (η) | formulaic speech |
τυποποιημένο λεξιλόγιο (το) | standardised vocabulary |
τυπολογικός,-ή,-ό | typological |
τυπολογική αλλαγή (η) | typological change |
τυπολογική σύγκριση | typological comparison |
τυπολογική κατάσταση | typological conditioin |
τυπολογική αρμονία | typological harmony |
τυπολογική γλωσσολογία (η) | typological linguistics |